σουπίνο

σουπίνο
το, Ν
γραμμ. ονοματικός ρηματικός τύπος τής λατινικής γλώσσας ο οποίος δηλώνει σκοπό και αναφορά και προήλθε με ουσιαστικοποίηση τού ουδέτερου γένους τού επιθέτου supinus, -a, -um, που σημαίνει ύπτιος, πλάγιος, επικλινής, και για τον λόγο αυτόν καλείται επίσης και ύπτιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. supinum (ενν. verbum) «ύπτιος, παθητικός» < sub «υπό»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σουπίνο — το (λ. λατ.), ρηματικός τύπος της λατινικής γλώσσας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σουπίνο, Κάμιλος — (Supino). Ιταλός οικονομολόγος (Πίζα 1860 Μιλάνο 1931). Υπήρξε καθηγητής της πολιτικής οικονομίας σε διάφορα ιταλικά πανεπιστήμια και πρόεδρος του Ανώτατου Συμβούλιου του Εμπορικού Ναυτικού. Έγραψε έργα που αναφέρονται σε δικονομικά προβλήματα… …   Dictionary of Greek

  • κόντιτο — και κόνδιτο, το καρπός σακχαρόπηκτος, φρουί γλασέ. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. conditum, ουσιαστικοποιημένο σουπίνο τού ρ. condio «διατηρώ σε ξίδι ή κρασί, φτιάχνω τουρσί»] …   Dictionary of Greek

  • ύπτιος — α, ο / ὕπτιος, ία, ον, ΝΜΑ πεσμένος, ξαπλωμένος ανάσκελα («κατεκλίθη ὕπτιος», Πλάτ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ύπτιο α) γραμμ. το σουπίνο β) (αθλ.) η ύπτια κολύμβηση, το ύπτιο κρόουλ αρχ. 1. (για πράγμ.) ανεστραμμένος, αναποδογυρισμένος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”