- σουπίνο
- το, Νγραμμ. ονοματικός ρηματικός τύπος τής λατινικής γλώσσας ο οποίος δηλώνει σκοπό και αναφορά και προήλθε με ουσιαστικοποίηση τού ουδέτερου γένους τού επιθέτου supinus, -a, -um, που σημαίνει ύπτιος, πλάγιος, επικλινής, και για τον λόγο αυτόν καλείται επίσης και ύπτιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. supinum (ενν. verbum) «ύπτιος, παθητικός» < sub «υπό»].
Dictionary of Greek. 2013.